-Το Καλαμπάκι απλώνεται στο νότιο τμήμα του νομού Δράμας. Πρώην πρωτεύουσα του συγχωνευθέντος Δήμου με το Δήμο Δοξάτου δημιουργήθηκε από πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ως προσφυγοχώρι, δεν έχει να επιδείξει λιθόστρωτα σοκάκια ούτε οικοδομήματα παλιότερων εποχών.
-Στα καινούρια, σχετικά, οικοδομήματά
του – το παλιότερο είναι της δεκαετίας του 1920 – και στους άνετους δρόμους
του, στην εκκλησία, στα ξωκλήσια και στις πλατείες μπορεί κανείς να μυρίσει και
σήμερα το άρωμα χαμένων πατρίδων, να ανακαλύψει γεύσεις και μυριστικά άλλων
τόπων και άλλων εποχών, να χαϊδέψει με το μάτι και το χέρι του θυμητάρια ζωών
που ξεριζώθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να μεταφυτευθούν και να βλαστήσουν στην
εύφορη γη του κάμπου της Δράμας.
-Άλλωστε,
αυτό ίσως σημαίνει και το όνομά του. Σχετίζεται δηλ. πιθανότατα με την τουρκική
λέξη καλαμπαλίκ, που δηλώνει αφθονία. Καλαμπάκι ήταν επομένως ο εύφορος, ο
πλούσιος τόπος. Η περιοχή πάντως στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν τούρκικο
τσιφλίκι και μόνο στο Καλαμπάκι υπήρχαν μερικά σπίτια, ένα τζαμί, αποθήκες και
αρκετές καλύβες για τους εργάτες γης.
-Σήμερα
διατηρείται ένα μόνο τούρκικο σπίτι.
Ιστορική διαδρομή
-Την
ιστορία των κατοίκων του Καλαμπακίου μπορούμε να την ψηλαφήσουμε. Είναι η ζωή
των παππούδων και προπαππούδων μας, που έφτασε σ’ εμάς με τις αφηγήσεις των
ίδιων και των πατέρων μας, ζώσα, σφριγηλή αλλά και ματωμένη. Εδώ εγκαταστάθηκαν
Θρακιώτες από το Κρυόνερο, χωριό της επαρχίας Βιζύης του νομού Σαράντα
Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης, Καλφακιώτες (από τον Καλφά, προάστιο της
Κωνσταντινούπολης) και αργότερα Καππαδόκες (Καραμανλήδες) από τη Νίγδη της Μ.
Ασίας…
-Αν
και το Καλαμπάκι είναι προσφυγοχώρι, η ιστορία των κατοίκων του σ’ αυτή τη γη
ξεκινά πριν από τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που
ακολούθησε. Κι αυτό επειδή οι θρακικής καταγωγής πρόγονοι αρκετών δημοτών, και
ειδικότερα εκείνοι που προέρχονταν από το νομό των Σαράντα Εκκλησιών της
Ανατολικής Θράκης, αντίκρισαν για πρώτη φορά το λεκανοπέδιο της Δράμας την
άνοιξη του 1914, λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στις 28 Ιουλίου
του 1914.
-Την
περίοδο εκείνη, δηλαδή λίγο πριν αλλά και σε όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου, οι Νεότουρκοι επινόησαν και χρησιμοποίησαν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους
για την εξόντωση των Ελλήνων της Θράκης ή έστω για τον εξαναγκασμό τους σε
φυγή. Eιδικά για τους Θρακιώτες προγόνους μας της επαρχίας Βιζύης ένα τυχαίο
περιστατικό στάθηκε αφορμή να οδηγηθούν στην προσφυγιά: ο γιος του νομάρχη
Αδριανουπόλεως Χατζή Αδίλ Μπέη δολοφονήθηκε κοντά στο χωριό Σαμακόβι, η
δολοφονία του αποδόθηκε στους Έλληνες και γι’ αυτό διατάχθηκε η εκκένωση όλων
των χωριών της επαρχίας Βιζύης.
-Οι Θρακιώτες πρόγονοί μας έφτασαν στις περιοχές της Δράμας και της Καβάλας την
άνοιξη του 1914. Εγκαταστάθηκαν όπου βρήκαν: στα ελάχιστα εγκαταλελειμμένα
σπίτια των Τούρκων που μετανάστευσαν στην Τουρκία κατά τη διάρκεια των
βαλκανικών πολέμων, στις αποθήκες των γαιοκτημόνων, σε καλύβες στις οποίες
διέμεναν οι εργάτες γης που εκείνοι απασχολούσαν, τέλος σε προχειροφτιαγμένα
ξύλινα καταλύματα, που κατασκεύαζαν οι ίδιοι στον κάμπο, τους κουλάδες.
-Ένα
χρόνο μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ωστόσο, η Βουλγαρία, αφού
διαπραγματεύθηκε σκληρά και με τους δύο αντιπάλους την Ανατολική Μακεδονία, που
ήθελε να την προσαρτήσει, όπως και τη Δυτική Θράκη, συντάχθηκε τελικώς με τις
Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστρία), και τον Αύγουστο του 1916 Γερμανοί
και Βούλγαροι εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία. -Πρόκειται για τη δεύτερη
βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά την πρώτη για τους Κρυονερίτες
προγόνους μας: “πρώτ’ Βουργαρία”.
-Στη διάρκειά της οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Πολλοί
από εκείνους που κατ’ αρχήν προτίμησαν την πόλη της Καβάλας, για να γλιτώσουν
το θάνατο από την ασιτία και τα λοιμώδη νοσήματα, κατέφυγαν στον κάμπο της
Δράμας, που τον είδαν ως σανίδα σωτηρίας. Άλλοι πάλι μετανάστευσαν στη
Βουλγαρία, κίνηση που ευνοούσαν και οι Βουλγαρικές αρχές, αφού στόχος τους ήταν
η εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Ανατολ. Μακεδονίας.
-Τον
ίδιο στόχο εξυπηρετούσε και η ομηρία 36000 νέων και ακμαίων Ελλήνων που ζούσαν
στην Ανατολική Μακεδονία, από τους οποίους επέζησαν μόνον 17.000, λιγότεροι απ’
τους μισούς..
-Οι
Βούλγαροι συγκέντρωναν τους ομήρους στη Δράμα και τους οδηγούσαν σιδηροδρομικώς
σε κέντρα υποδοχής στη Βουλγαρία, απ’ όπου προωθούνταν σε διάφορα στρατόπεδα
καταναγκαστικών έργων αλλά και σε Βούλγαρους γαιοκτήμονες, που τους νοίκιαζαν
από τη βουλγαρική στρατιωτική αστυνομία και τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στα
κτήματά τους. Η τύχη αυτών των τελευταίων ήταν σαφώς καλύτερη, όπως εξάλλου και
των ειδικευμένων τεχνιτών.
-Οι
υπόλοιποι πέθαιναν καθημερινά από την πολύωρη και εξαντλητική εργασία, το
ελάχιστο φαγητό, τις μεταδοτικές ασθένειες, την απουσία ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, την έλλειψη ενδυμασίας και στέγης
και τις συχνές βιαιοπραγίες των Βουλγάρων αξιωματικών και φρουρών του
στρατοπέδου.
-Οι
όμηροι, των οποίων απόγονοι ζουν σήμερα στο Καλαμπάκι, βρέθηκαν στο Κίτσεβο που
τότε ανήκε στη Σερβία, κοντά στα Σκόπια, στο Κίτσοβο, όπως το ανέφεραν οι ίδιοι
στα παιδιά τους. Έχουν επιβεβαιωθεί τα ονόματα 102 τουλάχιστον ομήρων, από τους
οποίους επέστρεψαν γύρω στους 80. Σε ορισμένες περιπτώσεις επρόκειτο για όλους
τους αδελφούς μιας πολυμελούς οικογένειας ή για πατέρες και γιους.
-Μετά τη νίκη της Αντάντ οι επιζήσαντες όμηροι με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους. Η ηττημένη Βουλγαρία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους νικητές πολεμική αποζημίωση. Οι όμηροι πήραν αντί χρηματικής αποζημίωσης από 6,5 έως 10,5 ομολογίες, που καλύπτονταν από το Δημόσιο Ταμείο, αναλόγως του χρόνου παραμονής τους στο Κίτσεβο – το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν 18 μήνες.
-Οι Θρακιώτες πρόγονοί μας έζησαν στην περιοχή της Δράμας ως το φθινόπωρο του 1919, οπότε, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία και πάλι στην Ανατολική Θράκη, για να ξαναγυρίσουν οριστικά το φθινόπωρο του 1922, ακολουθώντας τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού. Το βασανιστικό τους ταξίδι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, κράτησε σαράντα ημέρες. Εδώ τους υποδέχτηκαν οι ελάχιστες οικογένειες – γύρω στις 10 – που δεν επέστρεψαν στο Κρυόνερο το 1919. Λίγο αργότερα έφτασαν στο Καλαμπάκι και οι άλλοι πρόσφυγες: οι Μικρασιάτες από τη Νίγδη της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) και οι Καλφακιώτες, από τον Καλφά, προάστιο της Κωνσταντινούπολης.
-Όλοι μαζί, αφού ξεπέρασαν τον κλονισμό των πρώτων χρόνων της προσαρμογής τους στη νέα ζωή και πατρίδα, και με τη συνδρομή της ελληνικής πολιτείας, που αποξήρανε το 1936 τα έλη απαλλάσσοντάς τους απ’ την πληγή της ελονοσίας και τους θανάτους από φυματίωση, πέτυχαν πολύ γρήγορα να μεταβάλουν τη γη που τους διανεμήθηκε ήδη από το 1928 σε «Γη της Επαγγελίας». Φυσικό, αφού τα χωράφια τους συμπεριλαμβάνονταν στα γνωστά για την ευφορία τους Τενάγη των Φιλίππων.
-Και
ενώ μόλις είχαν αρχίσει να κλείνουν οι πληγές της προσφυγιάς και οι άνθρωποι
μπορούσαν πια να ατενίζουν με κάποια αισιοδοξία το μέλλον, ξέσπασε ο
Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο υποχρεώθηκε να εμπλακεί και η Ελλάδα στις 28
Οκτωβρίου του 1940. Οι νέοι – τότε – άνδρες του Καλαμπακίου απάντησαν με
ενθουσιασμό στο εθνικό προσκλητήριο.
-Ο
Σωφρονίδης Χαράλαμπος στρατιώτης στα Οχυρά το έτος 1941… |
-Οι
πιο νέοι πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, οι ωριμότεροι υπερασπίστηκαν τα Οχυρά της
Γραμμής Μεταξά ή ανέλαβαν – κατά μαρτυρίαν τους – τη φύλαξη δρόμων στην Αλβανία
και την καθοδήγηση των μαχόμενων τμημάτων, ενώ όσοι παρουσιάστηκαν για
στράτευση τους πρώτους μήνες του 1941 και πριν απ’ την υποταγή της Ελλάδας στις
χώρες του Άξονα, βρέθηκαν να πολεμούν στην Κρήτη. Κάποιοι, ελάχιστοι ευτυχώς,
δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια και στους αγαπημένους τους.
-Όταν
οι στρατιώτες επέστρεψαν στα χωριά τους μετά τη συνθηκολόγηση, είχαν να
αντιμετωπίσουν εκτός από το πρόβλημα της επιβίωσης, το οποίο ως τότε δεν ήταν
ιδιαιτέρως οξύ για τα χωριά του κάμπου, και εκείνο της βουλγαρικής και πάλι
κατοχής. Κι αυτό γιατί όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βουλγαρία,
ουδέτερη στην αρχή, προσπάθησε, όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να
εξασφαλίσει τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Η
προσχώρησή της τελικώς στις δυνάμεις του Άξονα είχε ως αποτέλεσμα την
παραχώρηση εκ μέρους της Γερμανίας των εδαφών αυτών, για αστυνόμευση σύμφωνα με
τους Γερμανούς, για οριστική ένταξή τους στο βουλγαρικό κράτος, σύμφωνα με τις
πάγιες αλυτρωτικές επιδιώξεις της Σόφιας.
-Κύριος
και άμεσος στόχος της βουλγαρικής πολιτικής ήταν η πλήρης ενσωμάτωση των
κατειλημμένων εδαφών στο βουλγαρικό κράτος, ώστε να γίνει δυνατή η οριστική
προσάρτησή τους μετά το τέλος του πολέμου και τη νίκη, όπως πίστευαν, των
δυνάμεων του Άξονα. Αμέσως επιχειρήθηκε ο εκβουλγαρισμός της διοίκησης με την
εγκατάσταση νέων πολιτικών και αστυνομικών αρχών και «με αιχμή του δόρατος την
Εκκλησία, την εκπαίδευση και την οικονομία». Βούλγαροι έποικοι εξάλλου
επιστρατεύθηκαν για να «ξαναδώσουν στην περιοχή το βουλγαρικό της χαρακτήρα».
-Επρόκειτο
για πρώην πρόσφυγες που είχαν ανταλλαγεί (με τη συνθήκη του Νεϊγύ, 1919), για
τυχοδιώκτες και καιροσκόπους, για πρώην κομιτατζήδες, αλλά και για κάποιους
αξιοπρεπείς οικογενειάρχες. Οι κάτοικοι των κατεχομένων περιοχών αναγκάστηκαν
να υποστούν βαριά φορολογία, να ενισχύουν οικονομικά τους εποίκους, να
εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να εγκατασταθούν σε αυτά έποικοι ή να
περιορίζονται σ’ ένα δωμάτιο ή αποθήκη. Εννοείται πως οι κατακτητές επέλεγαν τα
καλύτερα σπίτια.
-Βεβαίως
η ζωή στη διάρκεια της κατοχής ήταν εξαιρετικά δύσκολη για όλους τους Έλληνες.
Οι Βούλγαροι κατακτητές, ωστόσο, ήταν προφανώς πολύ χειρότεροι σε σχέση με τους
Γερμανούς και τους Ιταλούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι μιλώντας για όσους
διέφευγαν στις γερμανοκρατούμενες περιοχές λένε οι γέροντες ακόμη και σήμερα:
«πέρασε στην ελεύθερη Ελλάδα».
-Ειδικά
για τους γεωργούς, για να επικεντρωθούμε σ’ αυτούς, εφόσον η οικονομία του
χωριού ήταν γεωργοκτηνοτροφική, τους υποχρέωναν να θερίζουν και να αλωνίζουν
υπό αστυνομική επιτήρηση και να τους παραδίνουν το μεγαλύτερο μέρος της
παραγωγής τους Οι κατακτημένοι, όπως ήταν φυσικό, αναγκάζονταν να κρύβουν μέρος
της παραγωγής, με σοβαρότατες συνέπειες σε περίπτωση αποκάλυψης.
-Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί η υποχρεωτική συμμετοχή των ανδρών σε ομάδες πολιτοφυλάκων αμέσως μετά τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος -Οκτώβριος 1941), που συνοδευόταν συχνότατα από αιφνιδιαστικές εφόδους των κατακτητών και είχε ως συνέπεια άγριους ξυλοδαρμούς, αν εθεωρείτο πλημμελής η φύλαξη.
-Παρά
το γεγονός πάντως ότι το βουλγαρικό καθεστώς ήταν από τα σκληρότερα που
επιβλήθηκαν σε κατεχόμενη περιοχή της Ευρώπης, στην Ανατολική Μακεδονία και τη
Θράκη εκδηλώθηκε αντιστασιακό κίνημα από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Δεν ήταν
πολλοί εντούτοις οι κάτοικοι των χωριών του Δήμου μας που ανέβηκαν αντάρτες στα
βουνά κατά τη διάρκεια της κατοχής. Πολύ περισσότεροι ήταν αυτοί που
κατατάχθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από την αποχώρηση των Βουλγάρων το φθινόπωρο
του 1944. Όσοι συμπλήρωναν εκείνη την εποχή τα είκοσί τους χρόνια, μαζί με
αρκετούς μεγαλύτερους, τους οποίους προφανώς οι βουλγαρικές αρχές κατοχής δεν
εμπιστεύονταν, εστάλησαν σε τάγματα εργασίας. Ήταν τα «ντουρντουβάκια»
(τρούντοβ βοϊνίκ σημαίνει στρατιώτης αγγαρείας στη βουλγαρική).
-Όμως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δε σήμανε δυστυχώς και το τέλος των περιπετειών για τους Έλληνες. Ενώ οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί ξαναγύρισαν στα ειρηνικά τους έργα και προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν ό, τι είχε γκρεμιστεί, για την Ελλάδα άρχιζε ένας νέος πόλεμος, πολύ χειρότερος σε σχέση με τον προηγούμενο, γιατί ήταν εμφύλιος. Οι συνέπειές του υπήρξαν δραματικές: 40.000 περίπου νεκροί και στις δύο παρατάξεις, τον Εθνικό Στρατό, τον τακτικό δηλαδή στρατό του επίσημου κράτους, και τον Δημοκρατικό Στρατό των ανταρτών, που διεκδικούσε την εξουσία διά των όπλων. Ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. 100.000 άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι με τη νίκη του εθνικού στρατού εγκατέλειψαν την Ελλάδα εκουσίως ή ακουσίως και εγκαταστάθηκαν σε χώρες της Βαλκανικής ή στη Ρωσία.
-Το
Καλαμπάκι, ως χωριό του κάμπου, πλήρωσε μικρότερο φόρο αίματος, αφού τα δίσεκτα
εκείνα χρόνια δεν υπήρξε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και απέφυγε τις
«υποχρεωτικές επιστρατεύσεις» νέων από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού.
Κάποιοι ωστόσο από τους στρατιώτες που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία
στις τάξεις του Εθνικού Στρατού άφησαν την τελευταία τους πνοή στον Γράμμο και
στο Βίτσι, όπου δόθηκαν οι τελευταίες σκληρές μάχες.
-Μετά το τέλος του Εμφυλίου οι κάτοικοι των χωριών πήραν ενεργό μέρος στην
ανασυγκρότηση της χώρας επιδιδόμενοι σε έργα ειρηνικά. Επρόκειτο όμως για
δύσκολους καιρούς και αρκετοί ακολούθησαν τους δρόμους της μετανάστευσης στις
δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο
εξωτερικό, κυρίως στη Δυτική Γερμανία.
-Οι περισσότεροι από τους οικονομικούς μετανάστες επέστρεψαν στα χωριά τους και εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους επαγγελματίες, άλλοι ήρθαν μετά τη συνταξιοδότησή τους και κάποιους τους έφεραν νεκρούς, για να ταφούν, έστω, στη γενέθλια γη. Δυστυχώς όμως δε συνέβη το ίδιο και για τα παιδιά τους που μεγάλωσαν, σπούδασαν και έμειναν εκεί.
-Με
την επίσημη ένταξη της χώρας την 1/1/ 1981 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα,
σήμερα Ε(υρωπαϊκή) Έ(νωση), και την εισροή επιχορηγήσεων ύψους τρισεκατομμυρίων
δραχμών, στο πλαίσιο της προσπάθειας για εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ των
κρατών – μελών, και το Καλαμπάκι απεκόμισε μέρος των ωφελειών που προορίζονταν
για τους αγρότες.
-Οι
κάτοικοι έπαψαν να καταφεύγουν ομαδικά στο εξωτερικό εις αναζήτησιν καλύτερης
τύχης και η μικρή πλέον πόλη – μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου το
1989 και των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης – έγινε περιοχή
υποδοχής οικονομικών μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, και παλιννοστούντων
από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ..
-Πολλές
νέες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι τονώνοντας με το μόχθο, το
σφρίγος, το δυναμισμό, τη φιλοδοξία και τη δίψα τους για ζωή και επιτυχία την
τοπική κοινωνία. Ενδιαφέρουσα η επανάληψη της ιστορίας σε λιγότερο από 100
χρόνια!
Κυράνθη Στράντζαλη -Σάββα
Πηγή:https://www.destanea.com/dimos-doksatou/istoria-dimou-doksatou/