-Και επίσημα
καλοκαίρι από σήμερα, Ιη Ιουνίου, ο «θεριστής». Λέγεται Θεριστής διότι
είναι ο μήνας που γίνεται ο θερισμός των δημητριακών.
-Πόσο
διαφορετικές ήταν οι συνθήκες της καθημερινότητας πριν 60 χρόνια περίπου, πόσος
μόχθος και ιδρώτας χρειαζόταν για να γίνουν πράγματα που σήμερα χρειάζονται
λίγες ώρες. Μια από αυτές τις ενασχολήσεις ήταν και η γεωργία και ειδικά το
θέμα του αλωνισμού.
-Μέχρι
το 1960 ο αλωνισμός του σιταριού γινόταν στο παραδοσιακό αλώνι. Πάντα στρογγυλό
ήταν το σχήμα του και πάντα το έβρισκες εκεί όπου φυσούσε. Παρών στην μέση του
αλωνιού και καλά στερεωμένος ο στέζηρας. Ένα χονδρό ξύλο όπου θα δένονταν τα
ζώα που θα αλώνιζαν το σιτάρι. Το αλώνι ήθελε πρώτα καλό σκούπισμα
(φουκάλισμα).Το καλό όμως αλώνι αγαπούσε πολύ το άλειμμα με κόκκινο χώμα ή
κοπριά αγελάδας, Έτσι είχαμε «μόνωση», δεν είχαμε πέτρες και χώματα στην
σοδειά.
-Από
νωρίς το πρωί τα δεμάτια έπαιρναν την θέση τους στο αλώνι με λυμένες τις ζώνες,
τα δεματικά τους και όλα να «κοιτούν» προς το κέντρο του αλωνιού. Όσοι
βοηθούσαν στο αλώνισμα επιστράτευαν καπέλα, μαντήλια, μακρυμάνικα ρούχα και
φτσέλες (ξύλινα δοχεία) με δροσερό νερό για να πολεμήσουν την ζέστη και τον
καυτό ήλιο του Αλωνάρη.
-Τα
ζώα δύο ή τρία, αρχικά ήταν βόδια και μετέπειτα άλογα ή μουλάρια δένονταν στην
σειρά. Ένα μεγάλο σχοινί τα συνέδεε με τον στέζηρα. Μετά άρχιζε ο γύρος της
ζωής, της παραγωγής. Τα ζώα γύριζαν γύρω -γύρω …όλα. Το σχοινί τυλίγονταν στον
στέζηρα μέχρι τέλους. Ο αλωνιστής έκανε την αλλαγή. Γύριζε τα ζώα σε ανάποδη
φορά και άρχιζε να ξετυλίγεται το σχοινί. Με το εφεύρημα αυτό πατιούνταν όλα τα
δεμάτια, μηδενός εξαιρουμένου. Ωραία τα λέμε εμείς μα μετά από πολύ κόπο τα
δεμάτια συνθλίβονταν, απομακρύνονταν σταδιακά τα άχυρα και δουλειά έπιανε το
λίχνισμα. Δυνατός αέρας λίγη τυράνια. Λίγος αέρας, μάλλον την νύχτα θα τέλειωνε
το αλώνι.
-Μεγάλοι
ευεργέτες σε όλο το έργο ήταν το καρπουλόι (ξύλινο φτυάρι) για λίχνισμα και το
διρμόν(ι) (κόσκινο) για κοσκίνισμα. Το σιτάρι μετριούνταν με τενεκέ μεγάλο, το
ταγάρ(ι) που λέγανε τότε και είχε βάρος 20 οκάδες περίπου. Ό,τι δεν κατάφερνε
να περάσει τις τρύπες του κόσκινου ήταν τα λεγόμενα σκύβαλα και αυτά …ανήκαν
στις κότες του νοικοκύρη. Το άχυρο πολύ λεπτό, μαζεύονταν σε σχοινένια δίχτυα.
Πολύ καλή τροφή τον χειμώνα για τα μεγάλα ζώα.
-Μετά
το 1960 την θέση του αλωνιού παίρνει ένα σωτήριο για την εποχή μηχάνημα, η
πατόζα.
-Ετερόφωτο
μηχάνημα θα λέγαμε γιατί μηχανή δική του δεν είχε και την κίνηση την έπαιρνε
από τρακτέρ με μεγάλο ιμάντα (λουρί). Κουμάντο σ’ αυτήν έκανε ο μηχανικός. -Οι
εργάτες «τάιζαν» την μηχανή, έκοβαν τα δεματικά και ζύγιζαν την σοδειά. Το
…αλώνι της πατόζας ήταν περιφερειακό. Δηλαδή. Μεγάλες θημωνιές από δεμάτια
χτίζονταν σε επιλεγμένο μέρος έξω από το χωριό. Στο Καλαμπάκι ο χώρος αυτός βρισκόταν
στο «μεραλίκ» όπου σήμερα γίνεται η γιορτή του καλαμποκιού. Εκεί είχε την έδρα
της διαδοχικά η πατόζα.
-Από
τις πρώτες θεριστικές μηχανές που ήρθαν στο Καλαμπάκι περί το 1962… ήταν
μηχανές που έπαιρναν κίνηση από τους γεωργικούς ελκυστήρες (τρακτέρ) και είχαν
απαλλάξει τους αγρότες του Καλαμπακίου από το χειρωνακτικό, επίπονο και
χρονοβόρο θέρισμα των σιτηρών με τα δρεπάνια και το δέσιμο σε δεμάτια. Η μηχανή
αυτή σε ελάχιστο χρόνο θέριζε το χωράφι και το παρέδιδε έτοιμο για μεταφορά σε
δεμένα δεμάτια. Η συνέχεια ήταν η συγκέντρωση των δεματιών σε στοίβες ή
«τουκουρτζίνια» όπως λεγόταν, και η μεταφορά τους στο «μεραλίκ» όπου ήταν τα
αλώνια και οι καινούργιες θεόρατες μηχανές που είχαν έρθει για το αλώνισμα των
σιτηρών οι πατόζες. Εκεί συγκεντρωνόταν και στοιβάζανε τα δεμάτια σε θημωνιές
για να περιμένουν την σειρά τους να αλωνιστούν από την πατόζα. διακρίνονται
αριστερά Αργύρης Αργυρόπουλος, οδηγός ο Κλωναρίδης, Παναγιώτης Κλωναρίδης,
Μανωλάκης...
-Καθ΄οδόν προς τα αλώνια του
"μεραλίκ" Καλαμπακίου την δεκαετία
1960...Παναγιώτης Μυλωνάς και Κων/νος Μυλωνόπουλος...
-Η
λειτουργία της πατόζας 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Μέρα και νύχτα. Τα δεμάτια
κάθε νοικοκύρη μεταφέρονταν με αναβατόριο στην πατόζα, εκεί κόβονταν τα
δεματικά και έπεφταν στην μηχανή. Μετά από πολλά κόσκινα σε μια χοάνη έβγαινε ο
καρπός. Το σιτάρι. Γινόταν το ζύγισμα, και η αμοιβή της πατόζας ήταν πάντα σε
είδος, σε σιτάρι δηλαδή. Ένα μπουρί μεγάλο πετούσε το άχυρο. Είχε δεμένο πάνω
του ένα σχοινί και με αυτό το κατηύθυνες στο μέρος, που θα έριχνε το άχυρο.
Τώρα, αν φυσούσε δυνατά ο αέρας λίγο δύσκολο τα ζώα σου να τρώγανε άχυρο. Αυτό
σκορπούσε παντού. Μία σκέτη κόλαση από άχυρο.
-Το
άχυρο ήταν πολύτιμη και βασική τροφή των ζώων κατά τους χειμερινούς μήνες. Με
ειδικά διαμορφωμένο το αμάξι, για να έχει μεγάλη χωρητικότητα, μεταφέρονταν και
το άχυρο στους αχυρώνες. Από ένα μικρό παράθυρο του αχυρώνα έμπαζαν το άχυρο
μέσα. Κάποιος το τραβούσε με μεγάλο δικράνι και το τακτοποιούσε σε όλο το χώρο
της αποθήκης. Μόλις άδειαζε το αμάξι, πίσω πάλι στο Μεραλίκ’, να ξαναγεμίσει
και να ξαναδειάσει πάλι και πάλι. Ένας φόρτωνε το αμάξι, άλλος το πατούσε για
να χωρέσει περισσότερο.
-Η
ευκολία της πατόζας πρέπει να κράτησε μία δεκαετία περίπου. Μία άλλη «κυρία»
εξελιγμένη ήλθε και πήρε την θέση της χωρίς καν να τη ρωτήσει. Αυτή δεν αλώνιζε
μόνο μα και θέριζε κιόλας Ακούραστη μέχρι τις μέρες μας και ξεκούραστοι οι
νοικοκύρηδες του χωριού. Κομπίνα το όνομά της.
Πηγή:
Αποσπάσματα από Κώστας Ι. Φαρμάκης, kozan.gr