-Η Ιντζέ Πολύμνια από το Καλαμπάκι θυμάται και μας ταξιδεύει
μέσα από την πένα της, εποχές της δεκαετίας 1960 στο Καλαμπάκι…
14-1-2022
Το κόκκινο καρπούζι
-Πρωί, αξημέρωτα, ίσως επτά
παρά τέταρτο, άκουσα το αυτοκίνητο του «Μπόμπη». Ξέρω ότι πηγαίνει τέτοια ώρα
στη στάση του λεωφορείου τον μαθητή γιό του. Εγώ, συνήθως ξύπνια εκείνη την ώρα
και κάτω από την επήρεια του ψύχους, που περισσεύει ακριβώς τότε, φέρνω στο νου
μου στιγμές πραγματικές ή και δημιουργημένες, στις οποίες κάποιος απειλείται
από τέτοιες θερμοκρασίες χωρίς δυνατότητα να τις αποφύγει… Παράδειγμα: άστεγοι,
άνθρωποι χωρίς θέρμανση κ.λ.π. και κάνω τη σκέψη πως εγώ κάτω από τέτοιες
συνθήκες θα πέθαινα.
-Ύστερα και σχεδόν χωρίς τη
μεσολάβηση χρόνου στήνονται μπροστά μου σκηνές νυχτερινού ξυπνήματος και
ετοιμασίας μου για κάποιο προορισμό. Ευτυχώς η πρώτη εικόνα που περνάει από
μπροστά μου είναι καλοκαιριάτικο νυχτερινό ξύπνημα για να πάω με τον μπαμπά μου,
ανεβασμένη σε βοϊδόκαρο φορτωμένο με καρπούζια σε κοντινά
χωριά-καπνοχώρια-συνήθως να τα πουλήσει.
-Βλέπεις οι καπνοπαραγωγοί
αυτοί ασχολούνταν μόνο με τον καπνό, που η καλλιέργειά του είναι απαιτητική-ιδιαίτερα
στην εποχή της συγκομιδής του- και δεν επιτρέπει άλλη ενασχόληση. Μπορεί να
υπάρχουν και άλλοι λόγοι γι΄αυτήν την μονοσήμαντη «αφοσίωση» αλλά τη
συγκεκριμένη στιγμή δεν ενδιαφέρει η αναζήτησή τους.
-Άκουγα τις διηγήσεις του
μπαμπά μου, όταν επέστρεφε από τα χωριά που πήγαινε για τον παραπάνω λόγο, και επειδή είχε ταλέντο να ζωντανεύει και να ωραιοποιεί τα στιγμιότυπα με
τους αγοραστές, ήθελα να πάω και ΄γώ μαζί του. Πότε παρίστανε πως μιλούσαν
(ιδιαίτερη προφορά των ντόπιων πληθυσμών), πότε διακωμωδούσε την άγνοιά τους
γύρω από την αγορά καρπουζιού, άλλοτε πάλι τους περιέγραφε να κάθονται στον
ίσκιο και να μπουρλιάζουν τα φύλλα των καπνών τους, και ίσως και άλλα
περισσότερα.
-Με επιμονή ζητούσα να με
ξυπνήσει και να με πάρει μαζί του σ΄αυτό το «ταξίδι-εκδρομή».Κάποιες φορές το
έκανε και μ΄έπαιρνε μαζί του, άλλωστε μπορούσα να του είμαι και χρήσιμη. Σε τι
θα μπορούσα να προσφέρω; Την ώρα π.χ.
που σταματούσε στην άκρη του δρόμου, διαλαλούσε το προϊόν και μαζεύονταν
κάποιοι να διαλέξουν και ν΄αγοράσουν, έπρεπε να τους τα ζυγίσει και άρα κάποιος
έπρεπε να στέκεται μπροστά στις ζεμένες αγελάδες για να καταλάβουν ότι δεν
πρέπει να προχωρούν. Δεν ξέρω πως τα κατάφερνε, όταν πήγαινε μόνος του, πάντως
τώρα αυτό το έργο μου ανάθετε.
-Δε θυμάμαι σε ποια ηλικία
ήμουν, όταν συνέβηκε αυτό – δεν πρέπει να συνέβη πάνω από δύο-τρείς φορές –
αλλά υποθέτω ότι θα ήμουν περίπου στα δέκα με έντεκα. Η ιστορία όμως απλώνει
και έχει πολλές ρίζες.
-Τα καρπούζια ήταν τα πιο
μεγάλα και τα πιο δροσερά φρούτα του καλοκαιριού, σχεδόν κυρίαρχα από το τέλος
Ιουλίου και για ένα μήνα, ακόμη και τα πεπόνια δεν συγκρίνονταν μαζί τους. Αν προσθέσει
κανείς και το γεγονός ότι απέφεραν άμεσα κάποια χρήματα στο οικογενειακό
εισόδημα, κατανοεί γιατί η καλλιέργεια και η φροντίδα γύρω απ΄το καλό
αποτέλεσμα ήταν μεγάλη.
-Είχαμε ένα χωράφι, προίκα του
μπαμπά μου, στην περιοχή που φυτεύονταν τα μποστάνια -ως μποστάνια εννοούσαμε
μόνο τα καρπουζοχώραφα. Κάλαμος λεγόταν η περιοχή, δεν γνώριζα και τότε ούτε αν
έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία η λέξη ούτε αν συνδέονταν με την ύπαρξη καλαμιών.
Ήταν μια περιοχή σχετικά κοντινή στο χωριό και με την μία και με τις δύο
διαδρομές ιδιαίτερα ευχάριστη. Ακολουθούσες -στην ευχάριστη διαδρομή- τον δρόμο
που περνούσε μέσα από αμπέλια ή σκιερά χωράφια στα οποία ήταν φυτεμένα
οπωροφόρα δέντρα, κυρίως στη φάση που ήταν, φορτωμένα γινωμένους καρπούς. Πέρα
από τα εντυπωσιακά χρώματα, οι καρποί -αυτοί οι γινωμένοι- σε καλούσαν να τους
γευτείς, έστω να φαντασιώνεις ότι μπορείς να τους γευτείς καθώς ήταν ξένοι,
ανήκαν σε άλλους. Άλλωστε ούτε πουλούσαν τέτοιους καρπούς ούτε αγοράζαμε από το
μανάβικο προϊόντα -σε αγροτικό μέρος ζούσαμε. Τρώγαμε δηλαδή αυτά που είχαμε
και για όσο διάστημα υπήρχαν. «Αποθηκεύω» δεν υπήρχε για τα φρούτα. Άρα όσο
μεγαλύτερη ποικιλία δέντρων είχαμε τόσο περισσότερα είδη απολαμβάναμε. Βέβαια
δεν έλειπαν και τα δέντρα των θείων και των παππούδων μας που και σ΄αυτά είχαμε
δικαιώματα.
-Τα καρπούζια δεν ήταν καρποί
δέντρων. Ήταν ετήσια καλλιέργεια σε μεγάλες εδαφικές επιφάνειες. Στη φροντίδα
τους περιλαμβάνονταν και η φύλαξή τους. Ήταν πολλά τα παιδιά που έβοσκαν ζώα
και θα μπορούσαν να «κλέψουν»… ήταν οι πλάκες παλληκαριών που κάναν επιδρομές
στην πρώιμη φάση της ωρίμανσής τους και κόβαν τα μεγαλύτερα, που συχνά ήταν και
άγουρα ακόμη. Αλλά και οι έχοντες ικανή ηλικία, αν είχαν ευκαιρία, όλο και
παίρναν κάποια, τα καλύτερα συνήθως. Έτσι το να υπάρχει κάποια φύλαξη ήταν
πράγμα θεμιτό αν όχι απαραίτητο και όχι διακοσμητικό. Εγώ για κάποια χρόνια
επιτελούσα το έργο αυτό. Επειδή όμως υπήρχαν πολλά αγόρια στα χωράφια, ενώ
κορίτσια όχι, φοβόμουν. Έτσι το σχήμα που έδινε ανάσα σ΄αυτή την πίεση ήταν να παίρνω μαζί μου και
το μικρό αδελφό μου. Αν και μικρότερος επτά χρόνια, σε μια εποχή που εγώ ήμουν
δέκα τρία-δέκα τέσσερα, διασφάλιζε αρκετά την κατάσταση, μ΄έκανε να μην φοβάμαι
και μόνο με την παρουσία του. Ύστερα σου λέει ποια πατριαρχική κοινωνία!
-Το τελετουργικό του πηγαιμού
μας και της οργάνωσης του χώρου ήταν απλό και πολύ ευχάριστο. Πηγαίναμε με το
ποδήλατο, ένα ποδήλατο που έφτιαξε ο ποδηλατάς παππούς μου για μεγάλους άντρες.
Έβαζα τον αδελφό μου πίσω στη σχάρα και διανύαμε γύρω στα τρία (3) χιλιόμετρα
πατημένου χωματόδρομου με λακούβες επίσης. Τα φαγητά μας για την ημέρα σε
καλάθι ή σε πετσέτα δεμένη και κρεμασμένη στο τιμόνι.
-Στο χώρο προορισμού είχαμε
μια καλύβα με καλάμια, σκεπασμένη με σάζια, πάντως σκιερή, με στρωσίδια κάτω στο χώμα. Όταν φθάναμε, κόβαμε ένα ή δύο καρπούζια που γνωρίζαμε ότι ήταν
κόκκινα -μπορεί και να μην ήταν εντελώς- και τα βάζαμε στην καλύβα για να
κρατιούνται δροσερά. Πιστεύω πως δεν ήταν η γλυκύτητα των καρπουζιών που έκανε
τόσο ελκυστικό εκείνο τον χώρο. Δεν ξεχνάω πως κάποιες φορές ή ώρες της μέρα
βαριόμασταν. Όμως αυτή η ανάθεση ρόλου χωρίς κοπιαστική εργασία μαζί με το
καμάρωμα των φυτών που συνέχεια μας αποκαλύπτονταν με καλά κρυμμένα κάτω από
τις φυλλωσιές τους καρπούζια, έκαναν ευχάριστο, γεμάτο εκπλήξεις τον χρόνο μας.
-Το απόγευμα όταν πλησίαζε το
ηλιοβασίλεμα και τα χωράφια άδειαζαν από τους αγρότες του μόχθου, φεύγαμε και
μεις. Επειδή το μέσο μεταφοράς ήταν το ποδήλατο, έπρεπε να διαλέξουμε τον πιο
άνετο και σίγουρο δρόμο, αυτόν που, αν συναντούσαμε ένα βοδόκαρο να
προπορεύεται, θα μπορούσαμε να το προσπεράσουμε. Έτσι επιλέγαμε την διαδρομή
που πολύ γρήγορα μας έβγαζε στον κεντρικό δρόμο, αυτόν που συνέδεε το Καλαμπάκι
με την Αγία Παρασκευή. Βέβαια δεν επρόκειτο για ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
-Όταν η εκτίμηση ήταν πως τα
κόκκινα καρπούζια μπορούν και να γεμίσουν την βοδάμαξα με πρόσθετα σανίδια πάνω
στα σταθερά πλαϊνά και κατά την απογευματινή ώρα άρχιζε το μάζεμα. Πόση χαρά
για τη συλλογή! Δεν είχε καμιά υπολογιστική βάση αυτό το αίσθημα. Μπορεί με μια
ρεαλιστική προσέγγιση αυτό, να προέκυπτε, κάποιο οικονομικό όφελος δηλαδή, αλλά
καθόλου αυτό δεν λειτουργούσε σε επίπεδο συνειδητό.
-Οι γονείς κόβανε τα κόκκινα
καρπούζια, έτσι ονομάζαμε τα ώριμα καρπούζια κι εγώ κουβαλούσα και απολάμβανα
το κουβάλημα. Ήταν πολλά για να τα κουβαλήσω μόνη μου, όμως η δική μου δουλειά
ήταν μόνο αυτή. Έπρεπε να προσέχω να μην πατάω τις σαϊτες που είχαν άγουρα
καρπούζια, να μην χαλάω το συνεχές χαλί που δημιουργούσαν τα φύλλα και που
προφύλασσαν εν μέρει από τον καυτό ήλιο.
-Ο τρύγος των σταφυλιών που
γίνεται μια και έξω, είναι διανθισμένος με ένα σωρό συνήθειες, συμβολισμούς,
κέφι, γευστική σχέση με τους καρπούς την ώρα της συλλογής… έχει συνδεθεί επίσης
με σημαντικές της ανθρώπινης ιστορίας, της κοινωνικότητας και του πολιτισμού,
της έμπνευσης και της έκφρασης. Ακόμη και επινόηση θεού, αρμοδίου για παραπάνω,
προστάτη της αμπέλου, του κρασιού, του κεφιού κ.λ.π.
-Η συλλογή όμως του καρπουζιού
είναι μια ταπεινή εργασία, με κύριο χαρακτηριστικό τον κόπο, μοναχική κατά βάση
ενασχόληση. Ίσως να υπάρχει το καμάρωμα όταν το μποστάνι είναι υγιές, με
παραγωγή ξεχωριστή. Ούτε λόγος όμως για κάτι βαθύτερο, μια παραγωγή εφήμερη
χωρίς δυνατότητα να μετατραπεί σε νέο προϊόν, τέτοιο που μπορεί να δίνει την
αίσθηση της αθανασίας. Προσωπικά ενώ κατανοώ την αξία των σταφυλιών από
πρακτική, εμπνευστική πλευρά, αυτήν ακόμη την εκστατική δυνατότητα, που είναι
ικανή να θρέψει βιώματα μοναδικά, ωστόσο εγώ αγαπώ την ταπεινότητα των
καρπουζιών κι ας μην έχουν να παρουσιάσουν μακραίωνη ιστορία, κι ας μην
μνημονεύονται στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα κι ας μην απεικονίζονται παρά τους
τελευταίους αιώνες σε κάποια ζωγραφικά έργα.
-Επιστρέφοντας στη διαδικασία
της επιλεκτικής συλλογής τους, δηλ.της συλλογής των γινωμένων, μετά το
κουβάλημα, άρχιζε το φόρτωμα, που κι αυτό απαιτούσε κάποια τεχνική: και για
χωρέσουν αρκετά στο κάρο και για να αναδεικνύεται ένα αισθητικό αποτέλεσμα.
-Στα πρώτα χρόνια που εγώ
θυμάμαι ήταν σκούρα πράσινα τα εξωτερικά των καρπουζιών και σπάνια μεγάλα. Οι
ντόπιοι σπόροι που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες, παρήγαγαν αυτό το είδος.
Αργότερα και πάντως όχι πολύ αργά, εισήχθησαν νέες ποικιλίες και στα μποστάνια
έβλεπες τις γνωστές και σήμερα εικόνες καρπουζιών, τα μακρουλά και πάντως ριγέ
στη φλούδα τους. Λεπτόφλουδα σχετικά, τριζάτα και ιδιαιτέρως γλυκά, μικρότερα
κουκούτσια και αρκετά μεγαλύτερα σε μέγεθος.
-Δεν κρίνω αυτή την αλλαγή…
τότε μόνο θετικά την είδαμε… ήταν τόσο πιο βελτιωμένα τα «νέα» καρπούζια, με
τον τρόπο παραγωγής να μένει ο ίδιος! Ίσως το μόνο που προστέθηκε ήταν το
πότισμα, γιατί τεχνικά γιατί τεχνικά πια ήταν εφικτό… αυτό μόνο βελτίωση πρόσφερε
στην ποιότητά τους, ας μην ξεχνάμε το επίσημο Ελληνικό όνομα: υδροπέπων.
-Αυτό λοιπόν το κόκκινο στο
εσωτερικό του φρούτο με τα μαύρα κουκούτσια σε σειρές, ήταν προς πώληση προϊόν.
Ως παιδιά αντιλαμβανόμασταν τον λόγο που έπρεπε να πουληθούν… παρόλ΄αυτά
προκαλούσε μια μελαγχολία αυτή η εκποίηση, έτσι χωρίς λογική, χωρίς επιχειρήματα…
τα δέκα μας ωραία καρπούζια, που τα περιμέναμε καιρό να μεγαλώσουν, που τα
προστατεύαμε φυλάγοντάς τα, έναντι κάποιου τιμήματος τ΄αποχωριζόμασταν! Υπήρχαν
βέβαια και οι δεύτερες σκέψεις, ότι δηλ. με τα
χρήματα αυτά θα απολαμβάναμε άλλα πράγματα κι αυτό μας έκανε πολύ
γρήγορα να ξεχάσουμε τις πρώτες. Άλλωστε την επόμενη βδομάδα θα ήταν έτοιμα
άλλα τόσα κι αυτό θα κράταγε για πολύ, έτσι μακρύς μας φαινόταν τότε ο χρόνος.
-Σχετικό με το προηγούμενο είναι και το περιστατικό που συνδέεται με τον αδελφό μου και που μου το θύμισε η αδελφή μου. Αυτός ο Γρηγόρης, ήταν αρκετά μικρός, πριν την ηλικία του Δημοτικού, όταν ακολουθούσε τον πατέρα μας στα χωριά για την λιανική πώληση. Όταν κάποιος από τους αγοραστές διάλεγε ένα μεγάλο, ξεχωριστό καρπούζι, πετάγονταν, με την παιδική αφέλεια για οδηγό και προσπαθούσε νε εμποδίσει την συγκεκριμένη αγορά. Έτσι πετάγονταν και έλεγε: «Μην το πάρεις, είναι άγουρο, δεν είναι καλό».
14-1-2022 Ιντζέ Πολύμνια (Πολύνα)


