Το σνιάκο -Η
Κοινότητα για την καλλίτερη επιτέλεση του έργου της και την αντιμετώπιση των
διαφόρων προβλημάτων, τα οποία ήταν φυσικό να προκύπτουν κάθε τόσο, διέθετε
τους ακόλουθους υπαλλήλους: α. Δύο κουρ΄τζήδες (αγροφύλακες) και β. τον
κεχαγιά (κλητήρα). Η πρόσληψη των αγροφυλάκων γινόταν ύστερα από εκλογή, που
ακολουθούσε αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου και των Κοινοτικών Συμβούλων. Η
αμοιβή τους ήταν ένα (1) σνιάκο σιτάρι κατά στρέμμα τον χρόνο. Η θητεία
τους διαρκούσε ένα χρόνο. Έργο τους η φύλαξη των διαφόρων καρπών (δημητριακών,
σταφυλιών κ.α.) και η εκδίκαση μικρών αγροζημιών. Εάν οι κάτοικοι έμεναν
ικανοποιημένοι από τον τρόπο επιτελέσεως του έργου τους, τους
επαναπροσλαμβάνανε. -Μετά
την πρόσληψη αγροφυλάκων ακολουθούσε η εκλογή του κλητήρα. Η θητεία του ήταν
ετήσια και η αμοιβή του (1) σνιάκο σιτάρι κατά στρέμμα. -Για
την φύλαξη των αμπελιών είχαν τον ζαμπίτ’. Διοριζόταν από το τουρκικό
κράτος και μισθοδοτούνταν απ’ αυτούς άμεσα ενώ έμμεσα από τους Κρυονερίτες.
Μπορούσε να είναι ντόπιος ή ξένος και ο διορισμός του γινόταν την εποχή που
ωρίμαζαν τα σταφύλια. Ονομαζόταν ζαμπίτ’ κουρ΄τζής. -Για
το διορισμό του Ιερέα φρόντιζε ο Μητροπολίτης Βιζύης. Η αμοιβή του ήταν ένα (1)
σνιάκο από κάθε οικογένεια. Πέρα από την τακτική αυτή αμοιβή είχε και τις
πρόσθετες, που τις έλεγαν τυχερά. Ήταν αυτές που έπαιρνε στις βαπτίσεις,
στους γάμους και στις κηδείες. Απόηχος της αμοιβής στην κηδεία είναι η
παροιμία: Δώκε τον παπά τα δέκα = Ξόφλησε το χρέος του. Η παροιμία
λέγονταν για μελλοθανάτους. -Η
πρόσληψη του δασκάλου ήταν έργο τόσο της Κοινότητας όσο και της εκκλησίας. Για
την αμοιβή του, που έφτανε τις τριάντα (30) τουρκικές λίρες, αν ο δάσκαλος,
παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα, ασκούσε και καθήκοντα ιεροψάλτη. -Η
εκκλησία για ν’ αντιμετωπίσει με περισσότερη ευχέρεια τις διάφορες οικονομικές
υποχρεώσεις της πρόβαινε στην κοπή χρήματος. Στην αρχή το νόμισμα ήταν ένα απλό
τετράγωνο χαρτί που είχε την σφραγίδα της εκκλησίας και ήταν αξίας πέντε (5)
παράδων. Αργότερα η εκκλησία εγκατέλειψε αυτή την πρόχειρη κοπή και προχώρησε
σε πιο επίσημη. Τώρα το νόμισμα ήταν μεταλλικό. Η αξία τους όμως εξακολουθούσε
να είναι πέντε (5) παράδες. Το δικαίωμα της κυκλοφορίας αυτών των νομισμάτων το
είχε μόνο η εκκλησία. Οι κάτοικοι γίνονταν κάτοχοί τους, όταν πρόσφεραν στην
εκκλησία χρυσές λίρες. -Με
τα νομίσματα αυτά μπορούσαν οι κάτοχοί τους ν΄ αγοράζουν διάφορα αναγκαία είδη.
Οι αποδέκτες (παντοπώλες υφασματοπώλες κ. ά.) τα συγκέντρωναν και τα
εξαργύρωναν στην εκκλησία. -Η
έκδοση και η κυκλοφορία νομισμάτων από την εκκλησία με τον τρόπο που αναφέραμε
πιο πάνω και που γινόταν με την ανοχή της τουρκικής κυβερνήσεως ήταν αναγκαία
προκειμένου να διευκολύνεται στις συναλλαγές της, αλλά και για να αντιμετωπίζει
με ευχέρεια τις διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις της.
-Η έκδοση τέτοιων νομισμάτων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα
χρόνια της τουρκοκρατίας. Πολλές εκκλησίες έκοβαν καλαίσθητο νόμισμα μεταλλικό,
που έφερε το όνομά τους και τη χρονολογία κοπής. Άλλες πάλι χρησιμοποιύσαν
τουρκικά νομίσματα, πάνω στα οποία αποτύπωναν τα αρχικά του ονόματός τους.
Νομίσματα στο Νομό Δράμας έκοβαν οι εκκλησίες Κ.Βρύσης, Πετρούσας κ.ά.
Η σφραγίδα του Ιερού Ναού των Αγίων Κων/νου και Ελένης.
Βρίσκεται σήμερα στον Ιερό Ναό του Καλαμπακίου. Β.Φόροι -Η
Κοινότητα δεν επέβαλλε φόρους στους κατοίκους της, αφού όλες τις ανάγκες της
τις αντιμετώπιζαν άμεσα οι κάτοικοι (αμοιβή Προέδρου, ιερέα, δασκάλου, ψάλτη,
αγροφυλάκων, κλητήρα κ. ά.). -Φόρους
όμως αρκετά επαχθείς επέβαλλε το τουρκικό κράτος. Ήταν δε αυτοί οι ακόλουθοι: 1.
το ουσούρ’ (δεκάτη). Επιβαλλόταν στα παραγόμενα είδη (δημητριακά
σταφύλια κ. ά.). Η είσπραξη γινόταν ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο
πλειοδοτών λεγόταν μουλτεζίμ’ ς, οι υπάλληλοί του ζαμπίτες κι ο
λογιστής-αποθηκάριος αμπάρ’ εμινής. Οι ζαμπίτες, είδος αστυνομικών,
παρακολουθούσαν και κατέγραφαν την παραγωγή των κατοίκων, ώστε να μην είναι
δυνατή η απόκρυψη μέρους αγαθών με σκοπό την αποφυγή υψηλής φορολογίας. -Η
καταμέτρηση της παραγωγής γινόταν μετά τον αλωνισμό όπου και γινόταν η είσπραξη
της φορολογίας. Αν δεν ήταν δυνατή η καταμέτρηση της παραγωγής, επειδή το
αλώνισμα τέλειωνε αργά και είχε πια σκοτεινιάσει, τότε οι ζαμπίτες προέβαιναν
στο σφράγισμα της παραγωγής, που γινόταν ως εξής: Τα δημητριακά συγκεντρώνονταν
στο κέντρο του αλωνιού σε σχήμα κώνου και τότε ένας από τους ζαμπίτες έθετε
πάνω στον σωρό τον νταμκά, δηλαδή κομμάτι σανίδας που είχε γύρω γύρω
κορνίζα, ενώ στο μέσο έφερε ανάγλυφα τα αρχικά του ονόματος του δεκατιστή π.χ.
Λ.Ζ. Στην άλλη όψη, κι ακριβώς στο κέντρο, είχε λαβή. Η σφραγίδα αυτή έμπαινε
μετά τη δύση του ηλίου. Το πρωί έπρεπε να βρεθεί άθικτη. Σε αντίθετη περίπτωση,
όταν βέβαια πρόξενος της καταστροφής ήταν ο φορολογούμενος παραγωγός, τότε του
επιβαλλόταν πρόσθετος φόρος για συνετισμό. 2. Η σούσα παρασί (φόρος οδοποιϊας). Για την είσπραξη αυτού του φόρου υπεύθυνος
ήταν ο ταξιλντάρ’σ (εισπράκτορας) που τον διόριζε ο καϊμακάμ΄ς
(Έπαρχος). Αμοίβονταν από το κράτος. Προτιμόταν κάτοικος του χωριού, και
μάλιστα ο καλύτερος νοικοκύρης, που κατέθετε στο δημόσιο ταμείο της Βιζύης.
Σ’αυτόν κατέβαλλαν οι κάτοικοι το
σχετικό φόρο που άλλαζε από χρονιά σε χρονιά. 3.
Το γιμλάκ’ (φόρος κτημάτων). 4.
Το μπετέλ’ (εξαγορά στρατιωτικής θητείας). Ο φόρος αυτός ήταν μια χρυσή λίρα
για τους πλουσίους και μισή για τους φτωχούς. Καταργήθηκε μετά το 1908. Γ. Έσοδα της εκκλησίας. -Εκτός
από την κοπή νομισμάτων, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, η εκκλησία είχε και
άλλα έσοδα. Αυτά προέρχονταν: α.Από
την εκμετάλλευση δάσους (κουρί το έλεγαν)
μεγάλης εκτάσεως. Κάθε χρόνο η εκκλησιαστική επιτροπή διενεργούσε
πλειοδοτικό διαγωνισμό (μεζατά τσικτί) για την εκμετάλλευσή του. Ο διαγωνισμός
αυτός ονομαζόταν μεζάτ’ κουρί. Ο χρόνος εκμεταλλεύσεως ήταν μία μόνο
χρονιά. Ο ενοικιαστής το χρησιμοποιούσε για κάνει αποκλειστικά ξυλοκάρβουνα, σε
σπάνιες δε περιπτώσεις, για οικοδομήσιμη ξυλεία. β.
Από την ενοικίαση βοσκοτόπων. Κάθε φορά που
παρέμεναν με τα ποίμνιά τους στη περιοχή του χωριού (μερά) ξένοι κτηνοτρόφοι
ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν έκτακτο φόρο που τον ρύθμιζαν οι αγροφύλακες. Δ. Κοινωνικές τάξεις -Οι
κάτοικοι του χωριού διακρίνονταν σε δύο κοινωνικές τάξεις με την περιουσία
τους: α) στους τζορμπατζήδες (πλούσιους) και β) στους φουκαράδες
(φτωχούς). Διακριτικό τους γνώρισμα κύριο το ντύσιμο. Οι τζορμπατζήδες
ντύνονταν καλύτερα. Το φέσι τους είχε φούντα, ενώ η ενδυμασία τους πολλά
στολίδια (γαϊτάνια). Αυτά ήταν μαύρα μεταξωτά κορδόνια, τα οποία καλύπτανε την
επιφάνεια του παντελονιού (τσακσίρ’), του σακακιού (σαλταμάρκας) και του
γιλέκου (τζιμπιτάν’). Το ύφασμα ήταν τσόχινο. Η ενδυμασία των φτωχών
κατασκευάζονταν από σαγιάκι (χοντρό μάλλινο ύφασμα φτιαγμένο όχι με επιμέλεια). -Οι
τζορμπατζήδες φορούσαν ακόμη ασημένιο ή χρυσό ρολόϊ με μακριά διπλή ή τριπλή
αλυσίδα, που ονομαζόταν κιουστέκ’ . -Οι
γυναίκες των τζορμπατζήδων φορούσαν μακρύ φουστάνι καλής ποιότητας και ρολόϊ
στο λαιμό. Φορούσαν ακόμη ακριβή γούνα. Οι φτωχές φορούσαν φτηνά ρούχα, που
ονομάζονταν σαλιβάρια. -Στο
χωριό Κρυόνερο υπήρχαν και ξεχωριστά οτζάκια (γενιές), όπως των Σωτηρέληδων,
των Κωνσταντάδων, των Βασιλ’κάδων, του Ζαφείρη Γρηγορέλη,
του Ανέστη Κουτσού, του Κωνσταντίνου Βραχνού, του Αραμπατζόγλου
Αναγνώστη, του Κατσαούνη Γεωργίου κ. ά. Ε. Ξενιτιά -Το
φαινόμενο της ξενιτιάς ήταν συνηθισμένο. Ξενιτεύονταν κυρίως οι φτωχοί με σκοπό
να κερδίσουν χρήματα. Τόποι που προτιμούσαν να ξενιτευτούν ήταν η Ρουμανία, η
Βουλγαρία και η Κωνσταντινούπολη. Στα μέρη αυτά μεταβαίνουν είτε για να
εργασθούν στα κτήματα ως βοηθοί είτε για να εκμάθουν τέχνη, κυρίως του ράφτη. Η
παραμονή τους διαρκούσε οκτώ μήνες. Μήνας επιστροφής ήταν ο Οκτώβριος. Του
Αγίου Δημητρίου έπρεπε να είναι οπωσδήποτε στο χωριό, γιατί γίνονταν διάφορες
προσλήψεις κοινοτικών ή ιδιωτικών υπαλλήλων (τσιρακιών) κι ήταν μια καλή
ευκαιρία ν΄αποφύγουν ένα νέο ξενιτεμό, που, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα
Κρυονερίτικα δημοτικά τραγούδια, ήταν πικρός. ΣΤ. Κοινωνικές σχέσεις -Στο
Κρυόνερο θα συναντήσουμε τις ακόλουθες κοινωνικές σχέσεις: α)Συμμετοχή ξένων
στις ονομαστικές γιορτές και β)νυχτερινές διασκεδάσεις. α)συμμετοχή
στις ονομαστικές γιορτές. -Οι
επισκέψεις στα σπίτια αυτών που είχαν την ονομαστική τους γιορτή γινόταν αμέσως
μετά την απόλυση της εκκλησίας. Από νωρίς η οικοδέσποινα που πρόσωπό της
γιόρταζε, ετοίμαζε όλα τα απαραίτητα και ύστερα πήγαινε στην εκκλησία. Εκεί
έβρισκε την ευκαιρία να συναντήσει όλους εκείνους με τους οποίους συνδέονταν
φιλικά και τους καλούσε να πάρουν μέρος στη γιορτή του σπιτιού της. Ήταν μια
καλή ευκαιρία να δείξει τις νοικοκυρίστικες αρετές της, αλλά και τις ιδιαίτερες
ικανότητες και γνώσεις Ζαχαροπλαστικής. Στον πεντακάθαρο οντά, που τον ετοίμασε
πριν από δύο μέρες τους κερνούσε πρώτα γλυκό κυδωνίσιο ή από βύσσινο, ύστερα
κονιάκ και τέλος καφέ. Για όσους επισκέπτονταν τον εορτάζοντα το βράδυ
στρώνονταν τραπέζι με πίτα, καβουρμά και άφθονο κρυονερίτικο κρασί. β)Νυχτερινές
διασκεδάσεις. -Αυτές
δεν ήταν και τόσο συχνές. Και τούτο, γιατί δεν το επέτρεπε η φύση της εργασίας
τους. Μετείχαν σ’ αυτές οι οικογένειες που συνδέονταν στενά φιλικά ή συγγενικά
μεταξύ τους. Γινόταν φαγοπότι, καταναλισκόταν άφθονο κρασί, κρυονερίτικο κρασί,
ενώ ο χορός έδινε και έπαιρνε. Χορεύανε συρτό, χασάπικο και
σπάνια την πόλκα, ενώ τραγουδούσαν το ακόλουθο τραγούδι: Της Μαριόγκας το
καπέλο έπεσε μες στο
γιαλό
και το βρήκε ο καπετάνιος
και το έκανε σταυρό. -Την
πόλκα χόρευαν κυρίως οι τζορμπατζήδες. Την προτιμούσαν στις νυχτερινές τους
διασκεδάσεις που ήταν πιο συχνές, όπως ήταν φυσικό, από εκείνες των φουκαράδων. -Κάθε
φορά που οι τζορμπατζήδες στις νυχτερινές τους διασκεδάσεις χόρευαν την πόλκα,
η τελευταία προκαλούσε βαθιά αίσθηση ανάμεσα στους φτωχούς, που θεωρούσαν το
γεγονός από τα ασυνήθιστα της μικρής τους κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικά τα
λόγια με τα οποία το σχολίαζαν: «Μαρή, εψές δε μας φήκαν όλη νύχτα να
κοιμηθούμ’. Είχαν μπάλο στου Στεργιανού τζορμπατζή. Χόρεψαν κι αγκαλιαστό
πόλκα. Άκ’ σα της Μαριόγκας το καπέλο» = Καλέ χθές (το βράδυ) δε μας άφησαν
να κοιμηθούμε όλη τη νύχτα. Είχαν μπάλο στου Στεργιανού του τζορμπατζή. Χόρεψαν
και χορό αγκαλιαστό, πόλκα. Άκουσα και το τραγούδι «Της Μαριόγκας το καπέλο». -Τον
συρτό χορό τον έσερναν οι ηλικιωμένοι. Στους νέους δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν
μπροστά στο χορό. ΣΤ. Φιλοξενία -Τον
ξένο στο Κρυόνερο τον έλεγαν μουσαφίρ’. Τον πρόσεχαν και τον
περιποιόντουσαν ιδιαίτερα. Τον έβαζαν να κοιμηθεί στο ειδικό δωμάτιο που το
έλεγαν μισαφίρ’ οντασί. Του έδιναν να σκεπαστεί τα καλύτερα σκεπάσματα
που διέθεταν. Η οικοδέσποινα έβγαζε από την προίκα της (τσέϊζ’) τα
καλύτερα σεντόνια και το πάπλωμα. -Το
πρωί αφού τον τάϊζαν καλά, του έδιναν μαζί του για τον δρόμο μαζί με τις ευχές
τους για καλό ταξίδι και τροφή, όπως ψωμί, τυρί, ξηρούς καρπούς, είδη κομπόστα
και άλλα φαγώσιμα. -Εύλογα
διαπιστώνεται από τα πιο πάνω πως το έθιμο της φιλοξενίας, που χαρακτηρίζει το
Ελληνικό στοιχείο, ήταν σε έντονο βαθμό και στο Κρυόνερο. Κι εδώ ο Ξένιος Δίας είχε λαμπρό ναό. Πράγμα
που δείχνει ανάγλυφα πως οι Κρυονερίτες παρά τους εξαναγκασμούς και τις
καταπιέσεις που δέχτηκαν πέντε ολάκερους αιώνες από τους κατακτητές διατήρησαν
ανεξίτηλο τούτο το γνώρισμα της Ελληνικότητός τους, αποδεικτικό στοιχείο
ατράνταχτο της στενής συγγένειάς τους με τους Έλληνες τυης μητροπολιτικής
Ελλάδας. Και μόνο τούτο το έθιμο της φιλοξενίας είναι αρκετό για να υποστηρίξουμε
πως οι Κρυονερίτες δεν έπαθαν σχεδόν τίποτε, δεν αλλοιώθηκε σε τίποτε η
Ελληνική ψυχή τους από τον ακούσιο συγχρωτισμό τους με αλλοφύλους και
αλλοθρήσκους. Ζ. Συνεργασία και αλληλοβοήθεια -Η
αλληλοβοήθεια ήταν φαινόμενο συνηθισμένο στο Κρυόνερο. Παρατηρούνταν σ’ όλες
τις γεωργικές ασχολίες, όπως όργωμα χωραφιών, σπορά δημητριακών, φυτεία
αμπέλου, τρύγος σταφυλιών, θέρος σιταριών, κριθαριών κ.ά. Μαζεύονταν πέντε έξη
ζευγάρια κι έζευαν το μεγάλο αλέτρι. Μόλις τέλειωναν το όργωμα των χωραφιών του
ενός, πήγαιναν να οργώσουν τα χωράφια του άλλου κ.ο.κ. Την αλληλοβοήθεια οι
Κρυονερίτες την ονόμαζαν βοθηστό. -Εκτός
από τις ιδωτικές εργασίες τους συνεργάζονταν και στην κατασκευή έργων κοινής
ωφέλειας, όπως κατασκευή δρόμων, βρυσών
κ.ά. Προκειμένου περί μεγάλων έργων, όπως κατασκευή ή επισκευή σχολείου ή
εκκλησίας προσέφεραν χρήματα και στη συνέχεια ανέθεταν το έργο σε ειδικό
κτίστη. Δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις των μεγάλων ευεργετών. Αναφέρουν ότι
πλούσιοι Κρυονερίτες επωμίζονταν όλη σχεδόν τη δαπάνη. Δεν ήταν λίγες οι φορές
που για τη συντήρηση του ναού και του διδακτηρίου φρόντιζε η εκκλησία με την
οικονομική πάντοτε έμμεση ή άμεση συμπαράσταση των κατοίκων. Η. Συντεχνίες και Σωματεία -Ο
θεσμός των συντεχνιών ήταν υποτυπώδης και βραχύβιος. Κυρίως συναντούσε κανείς
τη συντεχνία των ντουλγέρηδων (τεκτόνων) που συγκροτούνταν με την
ανάληψη ενός έργου για να διαλυθεί αμέσως μετά την αποπεράτωσή του ή να
διατηρηθεί, εφ’ όσον υπήρχε νέα προσφορά ανεγέρσεως κτίσματος. Οι κτίστες
ονομάζονταν ντουλγκέρηδες, ο αρχιμάστορας κάλφας και οι εργάτες αμελέδες.
Η οικοδομική συντεχνία ονομαζόταν σουλιούτρουγο. Για να μεταπηδήσει
κανείς από τη θέση των αμελέδων στη θέση των ντουλγκέρηδων
απαιτούνταν αρκετός χρόνος, ενώ για τη θέση του κάλφα οι πιθανότητες
ήταν πολύ λίγες. -Η
αμοιβή αυτών που ασχολούνταν με την οικοδομική τέχνη ήταν: Τρείς (3) δραχμές
για τον εργάτη, τέσσερις ως πέντε για τον κτίστη και δέκα (10) δραχμές για τον
αρχιμάστορα. -Ως
εργαλεία χρησιμοποιούσαν τα ακόλουθα: 1)
το μυστρί, 2) το τσεκίτ’ς (σφυρί), 3) το σαούλι (νήμα της
στάθμης), 4) το πριόν’, 5) το μπιτσκί (μεγάλο πριόνι’ το
χρησιμοποιούσαν για να κόβουν τα δοκάρια), 6) το αλφάδ’, 7) το μέτρο
(έναν καιρό, διηγούνται, ‘πε τα βήματα μετρούσαν’ ‘δω πέρα δεν έχει αντίμες,
έχει μέτρο = κάποτε χρησιμοποιούσαν το βήμα για να μετρήσουν. Εδώ δεν υπάρχουν
(χρησιμοποιούν) βήματα, χρησιμοποιούν το μέτρο), 8) η γωνιά (γωνία), 9)
το αρίδ’ (αρίδα), (μ΄αυτήν άνοιγαν τρύπες στα χοντρά και σκληρά ξύλινα
δοκάρια για να περνούν εύκολα τα καρφιά), 10) το σκεπάρ’ 11) το ράμμα
και 12) η σιδεριά (σκύλα την λένε σήμερα οι οικοδόμοι και τη
χρησιμοποιούν για να βγάζουν τα καρφιά, κυρίως τα μεγάλα). -Έργο
των ντουλγκέρηδων ήταν το χτίσιμο των σπιτιών, στάβλων, αχυρώνων, αποθηκών,
γεφυριών, εκκλησιών και παρεκκλησιών, ποιμνιοστασίων, σχολείων κ.ά. -Εκτός
από τους ντουλγκέρηδες είχαμε και τους κατασκευαστές ασβεστοκαμίνων που
ονομάζονταν πρωτομάστορες, ενώ οι βοηθοί τους σύντροφοι. -Οι
ασχολούμενοι με την κατασκευή αγγείων ονομάζονταν σταμνάδες.
Κατασκεύαζαν αγγεία διαφόρων σχημάτων και μεγεθών για τις διάφορες ανάγκες.
Αυτά που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά και διατήρηση του νερού τα έλεγαν
σταμνιά, ενώ αγγεία μεγαλύτερου σχήματος, που τα χρησιμοποιούσαν για την
διατήρηση τροφών τα έλεγαν π’θάρια. Τέλος κατασκευάζανε μικρότερα αγγεία
χωρητικότητας 2 - 3 οκάδων με βάση πλατιά και στενότατο στόμιο που τα
χρησιμοποιούσαν για να πίνουν κρασί και τα έλεγαν σουραχιά. -Στο
Κρυόνερο θα συναντήσουμε τους κεραμοποιούς που τους έλεγαν κεραμ΄δάρηδες
και κατασκεύαζαν κεραμίδια και τούβλα. -Με
την κατασκευή μεταλλικών εργαλείων και οργάνων ασχολούνται οι ντεμερτζήδες. Τα
εργαστήριά τους ονομάζονταν ντεμερτζήδικα. -Τα
εργαλεία του σιδηρουργού ήταν: 1) το τσικίτσ’ (σφυρί), 2) το μακάσ’
(ψαλίδι), 3) η μασιά (λαβίδα), 4) το μουχάνι (κάμινος’ είχε σχήμα
τραπεζιού. Εδώ καίγονταν ξυλοκάρβουνα για την θέρμανση των σιδερένιων
αντικειμένων, ώστε να είναι εύκολη η σφυρηλάτησή τους) και 5) το όρσ’
(άκμονας). -Οι
σιδηρουργοί κατασκεύαζαν: 1) σκεπάρνια, 2) τσικούρια (τσεκούρια),
3) δικέλια, 4) πυροστιές (εστίες) κ.ά.
-Οι
ασχολούμενοι με την κατασκευή υποδημάτων
ονομάζονταν κουντουράδες, ενώ οι επισκευαστές των παλιών εσκιτζήδες.
Τα παπούτσια τα έλεγαν κουντούρες, αλλά και τουλουμπατζίδικα. Ένα ζευγάρι τσερβούλια… τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο
δέρμα γουρουνιών ή και βοδιών. Πιο ανθεκτικά ήταν αυτά που κατασκεύαζαν από
δέρμα βοδιών. Για να συγκρατιούνται στα πόδια, τα έδεναν με στενά λουριά από το
ίδιο το δέρμα, που περνούσαν μέσα από τρύπες που υπήρχαν στο πάνω μέρος του
τσαρουχιού και γύρω γύρω.
-Ως
εργαλεία ο κουντουράς χρησιμοποιούσε τα ακόλουθα: 1) την φαλτσέτα
(μαχαίρι πλατύ με ένα στόμιο), 2) το σφυρί, 3) το βελόν’ και 4)
το σουβλί (αιχμηρότατο εργαλείο μεταλλικό με ξύλινη χοντρή λαβή με το
οποίο άνοιγε τρύπες για να περνάει εύκολα η βελόνα). Ένα ζευγάρι κουντούρες -Για
το ράψιμο των ρούχων είχαν τον τερζή. Η ραφή όλου του ρούχου γινόταν με
το χέρι (ούλο ‘πέ το χέρ’ έρραβαν΄ δεν είχε μηχανές), αφού έλειπαν οι ραπτικές
μηχανές. Ο τερζής κρατώντας στα χέρια ξύλινο πήχυ γύριζε στις γειτονιές και με
δυνατή φωνή έκανε γνωστή την παρουσία του στους υποψήφιους πελάτες.
-Μια
και ο λόγος για ραπτική, ας δούμε ποια ήταν τα ρούχα που φορούσαν οι Κρυονερίτες.
α. Οι
άνδρες που τα ρούχα τους κατασκευάζονταν από μαλλί, βαμβάκι και λινάρι
φορούσαν: τη σαλταμάρκα, το γελέκ’, τα ποτούρια, το ζουνάρ’, τα ποδοπάνια
(μάλλινα μακριά υφάσματα με τα οποία τύλιγαν τα πόδια από τον αστράγαλο μέχρι
κάτω από το γόνατο) και το φέσι ή σαρίκι χρώματος βυσσινύ με φούντα στην
κορυφή.
β.
Οι γυναίκες που τα ρούχα τους κατασκευάζονταν εκτός από τα πιο πάνω υλικά κι
από μετάξι φορούσαν: Το σαλβάρ (κάτι παρόμοιο με την κρητική βράκα), το αντερί
(από τη μέση και πάνω, αντίστοιχο του ανδρικού γιλέκου, χρώματος άσπρου ή μπλέ
ή κόκκινου), τη γουνάκα (ζακέτα), τη γούνα (αν ο γαμπρός δεν έκανε δώρο
στη νύφη γούνα, αυτή δεν τον παντρευόταν), το μεταξωτό φουστάνι (το νυφικό, που
ήταν χρώματος άσπρου ή μπλέ). Στο κεφάλι
φορούσαν τσιμπέρια. Των νέων είχαν άσπρο χρώμα και λέγονταν
τουλουμπάνια, είχαν δε γύρω χάντρες για στολίδια. Των ηλικιωμένων είχαν χρώμα
κόκκινο ή άσπρο κι έφεραν ολόγυρα κέντημα ή δαντέλα. Τα στολισμένα τσεμπέρια
τα φορούσαν στις γιορτές, ενώ για τις καθημερινές είχαν τσεμπέρια χρώματος
μαύρου ή καφέ και χωρίς στολίδια. Τσεμπέρι στολισμένο με χρυσή κλωστή
φορούσε η νέα την ημέρα του γάμου της.
-Στ’
αυτιά φορούσαν ασημένια σκουλαρίκια, ενώ στο λαιμό χάντρα (περιδέραιο),
στα δάκτυλα χρυσά ή ασημένια δαχ’λύδια και στα χέρια βραχιόλια και
σπάνια ρολόϊ.
γ. Αγόρια
και κορίτσια μέχρι τα επτά τους χρόνια φορούσαν φούστα, που έφτανε μέχρι
τους αστραγάλους. Μετά τη θέση της φούστας στ΄αγόρια την έπαιρνε το καραβάν’,
ενώ στα κορίτσια το σαλβάρ’. Γέροντας από το Κρυόνερο. Φοράει κουντούρες, τσουράπια,
τσακτσήρι, τσιμπιτάνι, σαλταμάρκα.
|