-Η
καλλιέργεια του καλαμποκιού στο Καλαμπάκι ήταν από τις κυριότερες αγροτικές
ασχολίες των κατοίκων από τα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι και
συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Φυσικά η σημερινή καλλιέργεια και συγκομιδή του
καλαμποκιού από το χωράφι στις αποθήκες γίνεται χωρίς ιδιαίτερο κόπο χάριν στις
σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές που υπάρχουν.
-Τα
παλαιότερα χρόνια όμως και ιδιαίτερα αρχές δεκαετίας 1960, εποχές που οι
σημερινοί κάτοικοι του Καλαμπακίου ενθυμούνται
καλά, η συγκομιδή ή τρύγος του καλαμποκιού ήταν μία πολύ επίπονη εργασία που
απαιτούσε πολύ χρόνο και πολλά εργατικά χέρια.
-Την
εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οι σημερινοί αγροτικοί ελκυστήρες (τρακτέρ) εκτός από
ελάχιστα, και όλες οι αγροτικές εργασίες γινόταν με την βοήθεια των αγελάδων
που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι. Τα συμπαθή αυτά ζώα αφού τα ταξινομούσαν ανά
ζεύγος, τα χρησιμοποιούσαν για την σπορά, το όργωμα και το κυριότερο την
ρυμούλκηση του κάρου (άμαξα), για την μεταφορά με αυτό, της αγροτικής σοδειάς
στις αποθήκες των σπιτιών.
-Ο
τρύγος του καλαμποκιού γινόταν περίπου στα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου, αλλά
πριν από αυτόν έπρεπε να ολοκληρωθεί μία άλλη επίπονη εργασία που άρχιζε
περίπου μετά τον 15-Αύγουστο και ήταν το κόψιμο των κορυφών και φύλλων του
καλαμποκιού. Η εργασία αυτή γινόταν για δύο λόγους, πρώτον με το κόψιμο των
φύλλων και κορυφών του καλαμποκιού επιτυγχάνανε το γρηγορότερο στέγνωμα των
στελεχών του καλαμποκιού, και δεύτερον το μάζεμα των κομμένων φύλλων και
κορυφών που μεταφέρανε στη συνέχεια στις αποθήκες, ήταν χρήσιμη τροφή για τα
ζώα την περίοδο του χειμώνα που θα ερχότανε.
-Έτσι
με τα κλαδευτήρια στο χέρι αρχίζανε το κόψιμο των φύλλων της καλαμποκιάς και
της κορυφής από το στέλεχος του καλαμποκιού και πάνω, πιάνοντας ο καθένας από
μία σειρά στο χωράφι. Τα κομμένα φύλλα τα τοποθετούσαν ανά δεμάτια σε σειρές
ανάμεσα στα καλαμπόκια. Μετά από αρκετές ημέρες ανάλογα με πόσο δυναμικό
προσωπικού διέθετε κάθε οικογένεια, και αφού τέλειωνε το κόψιμο των «κορυφών»,
απέμεινε η περισυλλογή και μεταφορά των κομμένων κορυφών από το χωράφι στην
αποθήκη του σπιτιού. Η εργασία αυτή γινόταν πολύ πρωί και μάλιστα σχεδόν
μεταμεσονύκτιες ώρες διότι έπρεπε να μην έχει σηκωθεί καθόλου η δροσιά καθόλη
την διάρκεια του μαζέματος. Ήταν
ιδιαίτερα επίπονη εργασία και τα δεμάτια δενόταν με ιδιαίτερο τρόπο από
καλαμάρες που είχανε προηγουμένως κόψει, και ο οποίες αφθονούσαν διάσπαρτες
μέσα ή στις άκρες του χωραφιού με τια καλαμπόκια. Στη συνέχεια μεταφερόταν με τα χέρια έξω από
το χωράφι όλα τα δέματα για να φορτωθούν στο κάρο και να μεταφερθούν αργότερα
στην αποθήκη του σπιτιού. Για όσους ενθυμούνται ήταν ιδιαίτερα επίπονη η
εργασία αυτή με κύριο λόγο τα ενοχλητικά τσιμπήματα των κουνουπιών και την
αφόρητη φαγούρα από τα κομμένα καλαμπόκια.
-Αφού
τελείωνε η εργασία του κοψίματος, μαζέματος και μεταφοράς των «κορυφών», τα
στελέχη των καλαμποκιών στεγνώνανε καλύτερα, και στα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου
όπως προαναφέραμε άρχιζε η περίοδος του τρύγου των καλαμποκιών.
-Με
το πρώτο φώς της ημέρας ξεκινούσαν με τα κάρα για το χωράφι, που στα πιο
απόμακρα όπως αυτά που ήταν στην περιοχή «Τσάλετζικ» κοντά στον Νεροφράκτη,
απαιτούνταν τουλάχιστον χρόνος μιάμισυ ώρας περίπου για να φθάσουν.
-Με
τα κλαδευτήρια στα χέρια έπιανε ο καθένας από μία σειρά στο χωράφι, και άρχιζαν
να κόβουν τα κοτσάνια του καλαμποκιού και να τα κάνουν μικρές στοίβες σε σειρές
μέσα στο χωράφι… αφού κόβανε κάποια ποσότητα υπολογίζοντας ότι θα γέμιζε το
κάρο που σημειώνουμε ότι είχαν τοποθετηθεί ψηλά παραπέτα, ζεύανε το κάρο με τις
αγελάδες στις οποίες φορούσαν συρμάτινα φίμωτρα για να μην μπορούν να τρώνε το
καλαμπόκι και μπαίνανε στο χωράφι. Ένα άτομο ήταν μπροστά στις αγελάδες να τις οδηγεί,
και τα υπόλοιπα άτομα άρχιζαν να φορτώνουν το κάρο από τις στοίβες των
κοτσανιών καλαμποκιού. Μόλις γέμιζε το κάρο ο οδηγός ξεκινούσε για το σπίτι να
ξεφορτώσει τα καλαμπόκια και να επιστρέψει και πάλι στο χωράφι για δεύτερο
δρομολόγιο… φυσικά τα άτομα που μένανε στο χωράφι συνεχίζανε το κόψιμο των
κοτσανιών για να συμπληρώσουν την ποσότητα για το δεύτερο δρομολόγιο μόλις θα
έφθανε το κάρο.
-Εδώ
σημειώνουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε αλληλοβοήθεια μεταξύ των
οικογενειών στο Καλαμπάκι, και ως συνήθως στον τρύγο συμμετείχαν περισσότερες
από μία οικογένειες με τα κάρα τους ώστε ο τρύγος και η μεταφορά των κοτσανιών
να γινόταν γρηγορότερα με δύο τουλάχιστον κάρα.
-Τα
κοτσάνια τα ξεφορτώνανε στην μέση της αυλής του σπιτιού, και όταν τελείωνε η
μεταφορά όλου του χωραφιού, έβλεπες ολόκληρο βουνό από κοτσάνια καλαμποκιού
στην αυλή. Το ξεφλούδισμα των κοτσανιών που θα ακολουθούσε, αποτελούσε μία
πανηγυρική εργασία που ως συνήθως ξεκινούσε απογευματινές ώρες και τελείωνε
μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Όπως είπαμε υπήρχε αλληλοβοήθεια μεταξύ των
οικογενειών και στο ξεφλούδισμα μαζευόταν αρκετός κόσμος από την γύρω γειτονιά
και από άλλους που λαμβάνανε την πρόσκληση του σπιτονοικοκύρη. Σχηματίζανε ένα
κύκλο γύρω από το βουνό από τα κοτσάνια καλαμποκιού και με τραγούδια, ανέκδοτα,
ιστορίες που αφηγούνταν οι παλαιότεροι και φυσικά το καφεδάκι, ξεφλουδίζανε τα
καλαμπόκια σχηματίζοντας ένα δεύτερο βουνό από τα ξεφλουδιζμένα καλαμπόκια.
-Όταν
τελείωνε κάποτε αυτό το βουνό με τα καλαμπόκια συνήθως πρωινές ώρες, ο
σπιτονοικοκύρης του σπιτιού πρόσφερε στους καλεσμένους που βοήθησαν λουκούμι με
μπισκότο… αυτό την εποχή εκείνη αποτελούσε και το δέλεαρ για τα νεαρά
άτομα να συμμετάσχουν στο ξεφλούδισμα
των καλαμποκιών και φυσικά να ξεχάσουν και την αφόρητη φαγούρα που προερχόταν από
τα καλαμπόκια
-Αφού
είχε τελειώσει το ξεφλούδισμα των κοτσανιών και πριν αρχίσει η διαδικασία του
ξεσπυρίσματος του καλαμποκιού από ειδικές μηχανές, θα έπρεπε το άλλο βουνό με
τα φύλλα που είχαν ξεφλουδιστεί, να μαζευτούν και να δεθούν μπάλες. Την εποχή
εκείνη δεν υπήρχαν μηχανοκίνητες πρέσες και έτσι προμηθευόταν μία χειροκίνητη
πρέσα που κατείχαν ορισμένοι μόνο στο Καλαμπάκι και όχι όλες οι οικογένειες,
και άρχιζαν το δέσιμο των φύλλων σε μπάλες. Η εργασία αυτή γινόταν με τρία
περίπου άτομα, ένας «τάϊζε» το μηχάνημα με φύλλα, ο άλλος τα πίεζε με την
χειροκίνητη μανέλα της μηχανής και ο τρίτος τοποθετούσε το σύρμα για το δέσιμο
στην μηχανή… έτσι με αυτόν τον τρόπο δενόταν όλα τα φύλλα σε μπάλες οι οποίες
μεταφερόταν στη συνέχεια στην αποθήκη του σπιτιού και οι οποίες θα αποτελούσαν
τροφή για τα ζώα.
-Με
το τελείωμα του δεσίματος των φύλλων και την μεταφορά τους στην αποθήκη
πλησίαζε η ώρα για το ξεσπύρισμα των κοτσανιών του καλαμποκιού… αφού
συνεννοήθηκαν με τον ιδιοκτήτη της μηχανής για πότε θα ξεκινούσε η διαδικασία,
προετοίμαζαν τον χώρο όπου θα τοποθετούσαν το ξεσπυρισμένο καλαμπόκι.
-Κάποτε
ερχόταν η μηχανή, η οποία ως συνήθως ήταν τοποθετημένη στην καρότσα του
ιδιόμορφου οχήματος της εποχής εκείνης «σασί», και η οποία έπαιρνε κίνηση με
ιμάντες από στρόφαλο του οχήματος… εφόσον ήταν όλα έτοιμα άρχιζε το ξεσπύρισμα
του καλαμποκιού από την μηχανή την οποία έθεταν σε κίνηση μέσα σε ένα
εκκωφαντικό θόρυβο. Πολλές μηχανές δεν διέθεταν το «αναβατόρι» σιλό, για να
τροφοδοτούνε την μηχανή με κοτσάνια και έτσι γέμιζαν κουβάδες ή τενεκέδες με τα
κοτσάνια και τα σήκωναν στη συνέχεια ψηλά για να τα φθάσει ο «ταϊστής» που ήταν πάνω στην μηχανή… άλλος ήταν
αρμόδιος να αδειάζει το ξεσπυρισμένο καλαμπόκι που γέμιζε σε τενεκέδες ή
κουβάδες, στο αλώνι που είχαν προηγουμένως ετοιμάσει με στρώση από ναϋλον, και άλλος
για την απομάκρυνση των ξεσπυρισμένων κοτσανιών σε άλλο σημείο. Εδώ σημειώνουμε ότι δεν τοποθετούνταν το
ξεσπυρισμένο καλαμπόκι σε σακκιά αλλά στο αλώνι, διότι είχε κάποια σχετική
υγρασία και έπρεπε πρώτα να στεγνώσει.
-Η εργασία αυτή διαρκούσε αρκετές ώρες ανάλογα με την ποσότητα του καλαμποκιού, και όταν τελειώναν μπορούσες να δείς ένα βουνό από το καθαρισμένο καλαμπόκι και λίγο μακρύτερα ένα άλλο βουνό από τα ξεσπυρισμένα κοτσάνια. Φυσικά η εργασία δεν τελείωνε εδώ και συνεχιζόταν την επόμενη μέρα με το στέγνωμα του καλαμποκιού. Αυτό γινόταν με το άπλωμα στο αλώνι κάθε πρωί με τα πόδια και με το ξύλινο φτυάρι, και το μάζεμα το βράδυ και πάλι σε στοίβα… σε μερικές ημέρες όταν έφευγε η υγρασία από το καλαμπόκι, άρχιζε το «τσουβάλισμα», τοποθέτηση μέσα σε σακιά, και στην συνέχεια η μεταφορά στα αμπάρια που διέθεταν στην αποθήκη του σπιτιού.
-Η εργασία αυτή διαρκούσε αρκετές ώρες ανάλογα με την ποσότητα του καλαμποκιού, και όταν τελειώναν μπορούσες να δείς ένα βουνό από το καθαρισμένο καλαμπόκι και λίγο μακρύτερα ένα άλλο βουνό από τα ξεσπυρισμένα κοτσάνια. Φυσικά η εργασία δεν τελείωνε εδώ και συνεχιζόταν την επόμενη μέρα με το στέγνωμα του καλαμποκιού. Αυτό γινόταν με το άπλωμα στο αλώνι κάθε πρωί με τα πόδια και με το ξύλινο φτυάρι, και το μάζεμα το βράδυ και πάλι σε στοίβα… σε μερικές ημέρες όταν έφευγε η υγρασία από το καλαμπόκι, άρχιζε το «τσουβάλισμα», τοποθέτηση μέσα σε σακιά, και στην συνέχεια η μεταφορά στα αμπάρια που διέθεταν στην αποθήκη του σπιτιού.
-Σχεδόν
είχαν τελειώσει με το καλαμπόκι και απέμενε μόνο το μάζεμα και η μεταφορά των ξεσπυρισμένων
κοτσανιών σε κάποιο υπόστεγο… αυτά χρησίμευσαν για προσάναμα και καύσιμη ύλη στις
ξυλόσομπες τις κρύες ημέρες του χειμώνα που θα ερχόταν.
-Όλη
αυτή διαδικασία εκτός από την σωματική επίπονη εργασία που χρειαζόταν, γινόταν
κάτω από την πίεση και το άγχος για τις καιρικές συνθήκες που πιθανόν να
χαλούσαν και έπρεπε όσο το δυνατόν συντομότερα πριν έρθει ο Οκτώβριος να
τελειώσουν.
-Μια
εποχή δύσκολη, αλλά πολλοί θα την θυμούνται με νοσταλγία για την κοινωνικότητα και
αλληλοβοήθεια που διακατέχονταν στις μεταξύ τους σχέσεις.